- αὐτόροφος
- αὐτ-όροφος, ον,A self-covered, roofed or vaulted by nature,
πέτρα Opp. H.1.22
;καλάμων σκηναί D.H.1.79
; αὐ. στέγη a natural roof, Ael. NA16.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτρα Opp. H.1.22
;καλάμων σκηναί D.H.1.79
; αὐ. στέγη a natural roof, Ael. NA16.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτόροφος — αὐτόροφος, ον (AM) και αὐτώροφος, ον (Α) ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)] … Dictionary of Greek
αὐτόροφον — αὐτόροφος self covered masc/fem acc sg αὐτόροφος self covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφοιο — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφοις — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφου — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφους — αὐτόροφος self covered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφῳ — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)